- γυναικοκρατούμαι
- γυναικοκρατούμαι βλ. πίν. 74
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γυναικοκρατούμαι — (AM γυναικοκρατοῡμαι, έομαι) κυβερνιέμαι από γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + κρατώ < κράτος] … Dictionary of Greek
γυναικοκρατούμαι — γυναικοκρατήθηκα, κυριαρχούμαι από τις γυναίκες: Ορισμένες πανεπιστημιακές σχολές γυναικοκρατούνται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
γυναικοκράτητος — γυναικοκράτητος, ον (Μ) [γυναικοκρατούμαι] αυτός που κυβερνιέται από γυναίκες … Dictionary of Greek